αγκωνιάζω

αγκωνιάζω
αγκώνιασα, αγκωνιασμένος
1. ορθογωνιάζω τοίχο, ξύλο, πέτρα κτλ.
2. καταφεύγω: Δεν είχε η δύστυχη πού να αγκωνιάσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγκωνιάζω — αγκωνιάζω, αγκώνιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγκωνιάζω — [αγκωνή] 1. τοποθετώ στη γωνία 2. σπρώχνω προς τη γωνία 3. χαράζω στο έδαφος τις γωνίες οικοδομήματος που πρόκειται να χτιστεί 4. ορθογωνιάζω (τοιχοποιία, ξυλουργική) …   Dictionary of Greek

  • αγκώνιασμα — το [αγκωνιάζω] 1. η τοποθέτηση πράγματος στη γωνία 2. καταφύγιο, προστασία, υποστήριξη 3. το χτίσιμο γωνίας 4. η χάραξη στο έδαφος τών γωνιών οικοδομήματος που πρόκειται να χτιστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”